γεροντάκι

γεροντάκι
το και γεροντάκος και -κης και γεράκος και γερούλης, ο
1. μικρόσωμος ή αξιολύπητος γέρος
2. (θωπευτικά) ο γέρος
3. (πτηνλ.) κν. ονομασία τής Νήσσας* της χειμερινής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γεροντάκι — το ο συμπαθητικός γέρος: Στην πλατεία μαζεύονται τα πρωινά τα γεροντάκια του χωριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γερούλης — ο βλ. γεροντάκι …   Dictionary of Greek

  • γερόντιο — το (AM γερόντιον) γεροντάκι*, γεράκος αρχ. η γερουσία τών Καρχηδονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού γέρων ( οντος)] …   Dictionary of Greek

  • αδύναμος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει δύναμη, αντοχή, σωματική ή ψυχική: Ήταν ένα γεροντάκι μικρόσωμο κι αδύναμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεροντάκος — ο το γεροντάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”